CACT E-STUDIO
Πως η τέχνη σχεδιάζει το παρελθόν και θυμάται το μέλλον;
Ο Στέφανος Τσιβόπουλος γεννήθηκε στην Πράγα το 1973. Ζει και εργάζεται κυρίως στο Άμστερνταμ και στην Αθήνα.
Το έργο του αναφέρεται στο παρελθόν, τη συλλογική και ατομική μνήμη, την ιδιοσυστασία του τόπου και του λόγου που εκφέρεται στο δημόσιο πεδίο, ενώ παράλληλα πραγματεύεται την τεχνολογία της εικόνας και την ιστορικότητα της κινηματογραφικής και της τηλεοπτικής αισθητικής με άξονα τη συμπληρωματική σχέση μυθοπλασίας - ντοκουμέντου. Ο τρόπος δουλειάς του παρουσιάζει ορατές συνάφειες με τις μεθόδους του ιστορικού: αναζήτηση στα υλικά ίχνη του παρελθόντος μέσα από την ενδελεχή αρχειακή έρευνα, εντοπισμός και ανάδειξη διαθέσιμων οπτικών πηγών, γραπτών και προφορικών μαρτυριών, συγκριτική και διαθεματική επισκόπηση του αντικειμένου.
Ωστόσο ο καλλιτέχνης είναι δημιουργός, όχι ευφάνταστος ερμηνευτής.
Δεν επιδιώκει απλώς μία εικαστική μεταγραφή της καθιερωμένης ή έστω μιας εναλλακτικής αφήγησης του παρελθόντος στη γλώσσα της σύγχρονης κινούμενης εικόνας. Εστιάζει κυρίως το ενδιαφέρον του στους τρόπους με τους οποίους εικονοποιείται το παρελθόν, μετεξελίσσεται σε μνήμη και αποκτά καθεστώτα αλήθειας. Tο ντοκουμέντο και η μυθοπλασία δεν αποτελούν για τον Τσιβόπουλο τους δύο αντίθετους πόλους ενός διαζευκτικού σχήματος, αλλά συναφείς διανοητικές περιοχές, καθώς συμμετέχουν διαλεκτικά στην εντύπωση της πραγματικότητας. Αντιμετωπίζει το οπτικό ντοκουμέντο ως μία κατασκευή η οποία διαμεσολαβείται από συλλογικές αναπαραστάσεις, μια εικόνα που ενσωματώνει δομικά, εν τη γενέσει της, συγκεκριμένα νοήματα και ερμηνείες διαμορφώνοντας σε μεγάλο βαθμό όχι μόνο την αντίληψή μας για το «τι πραγματικά έγινε», αλλά και για το πώς ορίζουμε το παρόν και σχεδιάζουμε το μέλλον, μέσα από τον τρόπο που επιλέγουμε να αφηγηθούμε το παρελθόν. Τον ενδιαφέρει, λοιπόν, η εικονοποιημένη και διαμεσολαβημένη μνήμη του παρελθόντος ως συστατικό στοιχείο της σύγχρονης διασπορικής συνείδησης και της συγκρότησης του υποκειμένου σε συνθήκες μετακίνησης, εκτοπισμού και απουσίας ενός συμπαγούς πλαισίου αναφοράς.
Η εμπειρία της υποχρεωτικής απομάκρυνσης από την πατρίδα, η πολιτική δίωξη και ο αγώνας για την προσαρμογή και την επιβίωση σε νέους τόπους, επηρέασαν καθοριστικά την οικογενειακή και προσωπική του ιστορία και συνέβαλαν στην επιλογή του να αξιοποιήσει τη συνεχή ροή ανάμεσα σε τόπους ως συστατικό στοιχείο του έργου και της ταυτότητάς του. Η συστηματική ενασχόληση με τις υλικές μαρτυρίες του παρελθόντος προκύπτει σχεδόν αναπόφευκτα ως μία κοπιώδης άσκηση αυτογνωσίας η οποία εξελίσσεται διαρκώς μέσα από την αναστοχαστική περιήγηση ανάμεσα σε τόπους με τους οποίους διατηρεί ή όχι ορατούς δεσμούς και σε εικόνες φορτισμένες από το βάρος μιας διαφιλονικούμενης μνήμης. Ο Τσιβόπουλος χορογραφεί τη σχέση ανάμεσα σε τόπους και ιστορίες· τις επισκέπτεται, τις αναδεικνύει, τις μεθερμηνεύει και τις επινοεί, διασφαλίζοντας πάντοτε την αναγκαία απόσταση της κριτικής θεώρησης από τη νοσταλγία της οικειότητας. Η ισορροπία ανάμεσα στην ταύτιση και την αποστασιοποίηση είναι το απαραίτητο γόνιμο πεδίο της συγκρότησης του εαυτού στο οποίο ασκείται με αστείρευτη δεξιοτεχνία, αφοσίωση και συνέπεια.
Συνειδητά θέτει ερωτήματα σε αμφιλεγόμενες ζώνες του παρελθόντος, όπως η περίοδος του ψυχρού πολέμου και της δικτατορίας με ορίζοντα αναφοράς την ελληνική και όχι μόνο ιστορία. Στο έργο του με τίτλο ΄Lost Monument΄ (Χαμένο Μνημείο) του 2009, βασισμένος σε αρχειακά φωτογραφικά και τηλεοπτικά ντοκουμέντα που αφορούν στην ανέγερση το 1963 στην Αθήνα, τη βίαιη αποκαθήλωση και τον περιπετειώδη βίο του αγάλματος του Αμερικανού προέδρου Χάρυ Τρούμαν –οι επιθέσεις στο σώμα του οποίου συμπύκνωσαν το διάχυτο αίσθημα αντίδρασης απέναντι στην αμερικανική πολιτική και οικονομική διείσδυση στη μεταπολεμική ελληνική κοινωνία- συνθέτει μια πρωτότυπη, φανταστική αφήγηση των μετακινήσεων του αγάλματος σε διαφορετικές περιοχές στα παράλια και στην ενδοχώρα της Ελλάδας και της Τουρκίας. Στη νέα εκδοχή της ιστορίας οι ανεξήγητες μετακινήσεις του αγάλματος συνδέονται με την απορία και τη δυσφορία που προκαλούν τόσο η αδυναμία ταύτισης της εικονιζόμενης μορφής, όσο και η έλλειψη κατανόησης σχετικά με τη προέλευση και τη σημασία του αγάλματος. Τι είναι αυτό το άγαλμα; Σε ποιον ανήκει και τι αναπαριστά; Πρόκειται για έργο τέχνης, αρχαίο ή νεότερο; Ένα σύνολο ερωτημάτων που οφείλονται σε τελική ανάλυση στην ανατροπή του οικείου εννοιολογικού πλαισίου, μια ανεξήγητη απώθηση που διατρέχει ποικίλα κοινωνικά στρώματα και εθνοτικές ομάδες, και συνδέεται με μια γενικευμένη αδυναμία επικοινωνίας και συνεννόησης . Σ’ αυτήν οφείλεται ο αποσυντονισμός των αποδεκτών του αγάλματος και η αφόρητη ανάγκη απαλλαγής από το βάρος της αδιευκρίνιστης μνήμης που ενσωματώνει το ανεπιθύμητο εύρημα. Μια μνήμη λοιπόν αταύτιστη και αμφιλεγόμενη είναι η πηγή του προβλήματος, μία σειρά αναπάντητων ερωτημάτων ή αντιφατικών ερμηνειών που έμπλεξαν τα ιστορικά υποκείμενα στους μηχανισμούς της άσκησης πολιτικής εξουσίας και χειραγώγησης της κοινής γνώμης.
Ο Στέφανος Τσιβόπουλος συμμετείχε στην 1η Μπιενάλε της Αθήνας το 2007 με το έργο ΄Untitled (The Remake)΄, μία νέα παραγωγή στην οποία συνδύασε φιλμ αρχείου από την περίοδο της δικτατορίας (1967-73), αποσπάσματα από επετειακές τελετές εθνικού φρονηματισμού, δραματοποιημένες αναπαραστάσεις κορυφαίων στιγμών του αρχαίου παρελθόντος, μαζί με σύγχρονες λήψεις σ’ ένα τηλεοπτικό στούντιο, όπου καταγράφεται όλη η διαδικασία προετοιμασίας ενός τηλεοπτικού δελτίου ειδήσεων. Λαμβάνοντας υπόψη μας τις ιστορικές και τεχνολογικές συνθήκες ίδρυσης της ελληνικής τηλεόρασης κατά την περίοδο της δικτατορίας και το ρόλο που άσκησε αρχικά ως εργαλείο ευπείθειας, συναίνεσης και διάδοσης των ιδεολογικών αρχών του καθεστώτος, το Remake είναι ένα αλληγορικό δοκίμιο για τα τεχνολογικά μέσα με τα οποία κατασκευάζεται και αναπαράγεται τηλεοπτικά η εντύπωση της πραγματικότητας μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και για την εξυπηρέτηση των σκοπών της προπαγάνδας.
Το 2010, ο Στέφανος Τσιβόπουλος συμμετείχε στη Manifesta 8, την ευρωπαϊκή νομαδική μπιενάλε, με το έργο ΄Amnesialand΄, μία πρωτότυπη παραγωγή ειδικά σχεδιασμένη για την Manifesta. Ο τόπος που επέλεξαν αυτή τη φορά οι διοργανωτές ήταν η περιοχή της Μουρτσία στη νοτιοανατολική Ισπανία. Εκεί παρουσίασε μια διπλή εγκατάσταση: το πρώτο μέρος με τίτλο: «Μία εικόνα πεθαίνει όταν το βλέμμα που τη φωτίζει έχει εξαφανιστεί» αποτελούνταν από προβολές 120 διαφανειών σε τρεις οθόνες με περιεχόμενο τα εσωτερικά σπιτιών της Murcia από τις αρχές μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Το δεύτερο μέρος της εγκατάστασης ήταν το φίλμ Amnesialand στο οποίο συνέθεσε κατά την προσφιλή του μέθοδο αρχειακό κινηματογραφημένο υλικό με δικά του σύγχρονα γυρίσματα στην περιοχή. Ο θεατής γίνεται μάρτυρας στιγμιότυπων της καθημερινής ζωής των κατοίκων σε μία περίοδο οικονομικής άνθησης της περιοχής λόγω της εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου της και της σημερινής εικόνας εξαθλίωσης και περιβαλλοντικής κρίσης που ακολούθησε την αποβιομηχάνιση στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, ενώ παράλληλα δέχεται πληροφορίες από τον διάλογο ανάμεσα σε μία γυναίκα κι έναν άνδρα οι οποίοι επιχειρούν να ανιχνεύσουν το υποτιθέμενο γεγονός που προκάλεσε τη συλλογική αμνησία. Η σταδιακή αλλοίωση και καταστροφή των οπτικών μαρτυριών που οδηγούν στην αποδυνάμωση της συλλογικής μνήμης ορίζεται ως η αιτία της λήθης.
Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλει ο Τσιβόπουλος το πρωτογενές υλικό του αποκαλύπτει ορισμένες πτυχές, μη ανιχνεύσιμες σε πρώτο επίπεδο: οι φωτογραφίες των αστικών κατοικιών από συμβολικά τεκμήρια της κοινωνικής θέσης και της ευημερίας των κατοίκων, ο πλούτος των οποίων βασίστηκε στην υπερεκμετάλλευση της αφανούς εργατικής δύναμης και του υπόγειου ορυκτού πλούτου, απεκδύονται το χαρακτήρα του αντικειμένου εμπορικής συναλλαγής που προσδίδει κύρος στον κάτοχό του και μετατρέπονται σε υλικά τεκμήρια μιας ιστορικής περιόδου. Αλλά η ειρωνεία που επιφυλάσσει η ιστορία στην τύχη αυτών των τεκμηρίων είναι η αλλοίωση των εύθραυστων αρνητικών από τη σκόνη και τα μεταλλικά υπολείμματα στην επιφάνεια των γυάλινων πλακών, κατάλοιπα της δραστηριότητας των ορυχείων. Η ξεχασμένη και περιθωριοποιημένη μνήμη της κοπιώδους εργασίας στις επικίνδυνες και ανθυγιεινές συνθήκες των ορυχείων αποδεικνύεται ανέλπιστα ανθεκτική και επενεργεί καταλυτικά στη βιωσιμότητα των αναπαραστάσεων που την απέκλεισαν και την έθεσαν εκτός της ιστορικής αφήγησης.
Το αρχείο, η μνήμη, η λήθη, η ιστορία, τα μέσα οπτικοποίησης, κατασκευής και ερμηνείας του παρελθόντος και της ανάμνησής του, είναι οι βασικές κατηγορίες αναστοχασμού που διαπλέκονται οργανικά στο έργο του Τσιβόπουλου. Αν και η εκκίνηση του κάθε έργου του έχει «υλική» αφετηρία σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, ο τρόπος που επεξεργάζεται τα θέματά του συντελεί στην υπέρβαση του χρονικού και τοπικού επικαθορισμού εγείροντας καθολικά ζητήματα, με κύριο στόχο τη σύλληψη της υποκειμενικότητας και τη διαμόρφωση της συνείδησης μέσα από τις συμπληρωματικές διεργασίες της διέγερσης, σύνθεσης, αλλοίωσης και ακύρωσης της μνήμης. Αν προσεγγίσουμε το έργο του από αυτή την οπτική, καθίσταται σαφές ότι το θέμα που προτάσσει τελικά η τέχνη του Τσιβόπουλου δεν είναι η σύλληψη και ερμηνεία του παρελθόντος, αλλά η συγκρότηση του εαυτού με άξονα τη συνειδητοποίηση των αόρατων ή επικαλυμμένων από τα ιζήματα της λήθης ζωνών, ως ένας υποχρεωτικός μηχανισμός διεξόδου από τις αναγκαιότητες που μας κρατούν καθηλωμένους σ’ ένα αδύναμο και ελλειμματικό παρόν και μας καθιστούν ικανούς να στοχαστούμε το δημιουργικό μας μέλλον. Ένα μέλλον που άρχισε ήδη.