CACT E-STUDIO
Η ζωγραφική του Χρήστου Μποκόρου (γενν. Αγρίνιο, 1956), ακραία παραστατική και αληθοφανής, πάνω σε βιωμένες πραγματικές επιφάνειες, συνήθως ξύλα και πανιά, διαταράσσει προς στιγμήν την ισορροπία της οπτικής μας αντίληψης για την αλήθεια του ορατού και αποκαλύπτει κάτι από την αρχέγονη ουσία του όντος, μετεωριζόμενη ανάμεσα στην υπόσταση του πραγματικού και στη μεταφυσική του διάσταση. Ίσως το πιο αναγνωρίσιμο στοιχείο, που διατρέχει συνολικά και χαρακτηρίζει την μέχρι τώρα δημιουργία του, είναι το κορυφαίο επίπεδο της τεχνικής του, η αξιοθαύμαστη επιδεξιότητά του, η άψογη αναπαραστατική ακρίβεια των εικόνων που ζωγραφίζει. Μια ισχυρή ενοποιητική γραμμή διατρέχει τη δημιουργία του στην αναζήτηση και την αποκάλυψη ενός πνευματικού περιεχομένου, μέσα από μια σύγχρονη αντίληψη και οπτική, μια ποιητική προσέγγιση. Η φύση της ζωγραφικής, ως θέση και φιλοσοφία ζωής, ως εξαγνιστική πράξη, ως διάλογος με τον χώρο του «μυστικού» και του «ασύλληπτου», ως υπαρξιακό ερώτημα και ως καταλυτική συνθήκη ολοκλήρωσης και προσδιορισμού, βρίσκεται στον πυρήνα της τέχνης του.
Στο έργο του, αρχικά, παρίστανται εικόνες καθημερινών αντικειμένων, εσωτερικών χώρων και ανθρώπινων μορφών. Με σύνθεση μετωπική, προσεκτικά υπολογισμένη και ισορροπημένη, με καθαρή σχεδίαση και λεπτομερειακή γραφή, με χαμηλόφωνη και συγκρατημένη χρωματική κλίμακα, με ευαισθησία και άνεση στην καταγραφή και των λεπτότερων τονικών μετατοπίσεων, ο Μποκόρος φτάνει σε αξιόλογα αισθητικά αποτελέσματα, ορίζοντας ένα πρώτο και άκρως ενδιαφέρον στάδιο «μαθητείας στο πραγματικό».
Στην εξέλιξη της δουλειάς του, οι συνθέσεις του, οργανωμένες σε θεματικές ενότητες, προτάσσουν έναν ολόκληρο κόσμο συμβόλων και μέσα από το κοινά ορατό, ο καλλιτέχνης αναφέρεται σ’ όλα εκείνα που διαισθάνεται πέρα από αυτό. Το 1991 παρουσιάζει τα Ωά, ενώ στη συνέχεια με τις Κλίνες, η παράμετρος του χρόνου αλλά και του λόγου, ο διαλογισμός πάνω στις έννοιες της υπαρξιακής αγωνίας του ανθρώπου και του θανάτου, η μεταφορά-αλληγορία του κύκλου της ζωής στην αέναη πορεία του τονίζονται εμφαντικά. Με την Παραβολή της ελιάς, η εικαστική του γλώσσα διεκδικεί ένα ξεχωριστό σημείο ωριμότητας, εκλέπτυνσης και κορύφωσης. Με σκηνογραφική αντίληψη οργανώνει μια σύνθετη και ευρύτερη της ζωγραφικής παρέμβαση, παρουσιάζει μια ολοκληρωμένη πρόταση στην οποία κυριαρχεί ο μνημειακών διαστάσεων πίνακας με το ελαιόδεντρο (Το δέντρο), το πήλινο άγαλμα του γυμνού άντρα (Ο άνθρωπος) και η αρχαϊκού τύπου ξύλινη ναόσχημη κατασκευή με τις μισάνοιχτες θύρες, στο εσωτερικό της οποίας μια φλόγα σιγοκαίει στο σκοτάδι (Ο οίκος). Ζωγραφική και εννοιολογικά στοιχεία, εθνογραφικές, γεωγραφικές, ιστορικές και πολιτισμικές αναφορές συνυπάρχουν σ’ ένα εικαστικό περιβάλλον διαφορετικών μέσων που ενοποιούνται σ’ έναν κοινό άξονα. Ο Μποκόρος έρχεται να αφηγηθεί μια ιστορία –και μάλιστα με τη μορφή παραβολής–, να αναφερθεί στη διαχρονικότητα και τη συνέχεια, την εμπειρία και τα βιώματα, το ατομικό και το συλλογικό.
Στα Πρόσφορα (1997), η έννοια της διαφύλαξης της μνήμης, της ύπαρξης όντων και μη όντων, της συγκατοίκησης ζώντων και κεκοιμημένων, σηματοδοτούν το νοηματικό όριο. Οι συνθέσεις αποπνέουν ιερότητα, η θελκτική τεχνική εντείνει την υποβλητική-μυσταγωγική ατμόσφαιρα, ο συμβολισμός αναδύεται αβίαστα γλαφυρός και ευανάγνωστος. Στα έργα του της δεκαετίας του 1990 αλλά και στη συνέχεια, προσωπικές και συλλογικές μνήμες μυθοποιούνται, οι αναφορές και οι συνδέσεις των θεμάτων του με στοιχεία της παράδοσης καθώς και οι συμβολικές προεκτάσεις τους στον χώρο και στον χρόνο της ιστορίας, του παρέχουν τη δυνατότητα να συνομιλήσει με τον «κοινό δαίμονα» του τόπου, να εκφράσει την ουσιαστική και συναισθηματική σχέση του με το παρελθόν, να προσδιοριστεί ως μέλος μιας κοινότητας και να αυτοβιογραφηθεί.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η ενότητα Το μέσα φως συνιστά μια από τις καίριες και εμπνευσμένες δουλειές του Μποκόρου, επιβεβαιώνοντας, για μία ακόμη φορά, τις δυνατότητές του σε θέματα απαιτητικά και δύσκολα, όπως αυτό της αποτύπωσης του φωτός, σε συνθέσεις πλούσιες σε εσωτερικό κόσμο, οι οποίες απευθύνονται και επικοινωνούν, αναφέρονται σε κάτι υψηλότερο, προσφέρουν αισθητική σαγήνη, επικαλούμενες παράλληλα το πνευματικό και το άφατο, ξετυλίγουν αβίαστα το μυστήριο και τη μαγεία τους και στις οποίες ορατό και αόρατο, υλικό και άυλο βρίσκονται σε οριακή αρμονία. Με το Αδιάβαστο Δάσος / Βίνιανη (2004) δημιουργεί ένα τολμηρό ζωγραφικό περιβάλλον, ένα σιωπηλό και αφαιρετικό σκηνικό, μεστό σε περιεχόμενο και συνδηλώσεις, με ένα θέμα που ακόμη αιμορραγεί, βαραίνει συνειδήσεις και πληγώνει, ένα θέμα που ελάχιστα έχει απασχολήσει τους Έλληνες καλλιτέχνες. Ο θρήνος και ο σπαραγμός, η λύτρωση και η κάθαρση για τους ανώνυμους και τους ηττημένους (;) του Εμφύλιου βρίσκονται στο υπόβαθρο των συνθέσεών του. Πέρα από ταυτότητες, κατηγοριοποιήσεις και εντάξεις, πέρα από ζητήματα που μπορεί να διαχειρίζεται η τέχνη του όπως παραστατικότητα, μεταμοντερνισμός, ιθαγένεια και ταυτότητα, η δημιουργία του Χρήστου Μποκόρου προτείνει την αναγωγή σε βαθύτερες και αρχέγονες αξίες, αντιπαρέρχεται το επικαιρικό, ανακαλεί την αιωνιότητα στην καθημερινή μας στιγμή, αιτείται κάτι περισσότερο από το προφανές, επιθυμεί να είναι «επιφάνεια του ανθρώπου θαυμαστή, σώμα έμψυχο και φωτεινό».